Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νεκρόδειπνο
1 εγγραφή
νεκρόδειπνο το [nekróδipno] Ο41 : 1.δείπνο που παρέθεταν μετά την κηδεία στο σπίτι του νεκρού. 2. (αρχαιολ.) επιτύμβιο ανάγλυφο που παρουσιάζει σκηνή από συμπόσιο.

[λόγ. νεκρο- + δείπνον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες