Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νεκροφοβία η [nekrofovía] Ο25 : (ψυχ.) παθολογικός φόβος στη θέα ενός νεκρού ή στη σκέψη του θανάτου.
[λόγ. < γαλλ. nécrophobie < nécro- = νεκρο- + -phobie = -φοβία]