Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νεγροειδής
1 εγγραφή
νεγροειδής -ής -ές [neγroiδís] Ε10 : που έχει τα ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά των νέγρων: ~ φυλή, που ζει στην Aφρική.

[λόγ. < γαλλ. négroide < négro- = νέγρο(ς) + -ide = -ειδής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες