Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ναύσταθμος ο [náfstaθmos] Ο19 : λιμάνι ή όρμος όπου ελλιμενίζονται, επισκευάζονται και ανεφοδιάζονται πολεμικά πλοία.
[λόγ. < ελνστ. ναύσταθμος (αρχ. ναύσταθμον τό)]