Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ναύλος ο [návlos] Ο18 & ναύλο το [návlo] Ο39 : το χρηματικό ποσό που παίρνει ο ιδιοκτήτης ή ο ναυλωτής πλοίου ή αεροπλάνου, για να μεταφέρει φορτίο ή επιβάτη· (πρβ. ναύλα).
[λόγ. < αρχ. ναῦλος ὁ, ναῦλον τό]
- ναυλοσύμφωνο το [navlosímfono] Ο40 : το έγγραφο συμφωνίας για τη ναύλωση πλοίου· ναυλωτήριο.
[λόγ. ναύλ(ος) -ο- + σύμφωνον]