Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ναφθαλίνη
1 εγγραφή
ναφθαλίνη η [nafθalíni] Ο30 : στερεά, λευκή, κρυσταλλική ουσία με δυνατή μυρωδιά, που προέρχεται από την πίσσα του ορυκτού άνθρακα και που τη χρησιμοποιούν κυρίως για να προστατεύουν τα μάλλινα από το σκόρο. ΦΡ βγάζω κπ. ή κτ. από τη ~, χρησιμοποιώ πάλι κπ. ή κτ. που για πολύν καιρό το(ν) είχα παραμερισμένο.

[λόγ. < γαλλ. naphtaline < ελνστ. νάφθα -l- + -ine = -ίνη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες