Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ναυτώνας
1 εγγραφή
ναυτώνας o [naftónas] Ο2 : κτίριο ή παροπλισμένο πλοίο, όπου στρατωνίζονται ναύτες.

[λόγ. ναύτ(ης) -ών > -ώνας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες