Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ναυαγός
3 εγγραφές [1 - 3]
ναυαγός ο [navaγós] Ο17 θηλ. ναυαγός [navaγós] Ο34 : 1.μέλος πληρώματος ή επιβάτης πλοίου που ναυάγησε: Περισυλλογή / διάσωση των ναυαγών. 2. (μτφ.) αυτός που απέτυχε εντελώς στη ζωή του· ναυάγιο: Nαυαγοί της ζωής.

[λόγ. < αρχ. ναυαγός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

ναυαγοσώστης ο [navaγosóstis] Ο10 θηλ. ναυαγοσώστρια [navaγosó stria] Ο27 : αυτός που είναι ειδικευμένος στη διάσωση ναυαγών ή κολυμβητών που κινδυνεύουν να πνιγούν.

[λόγ. ναυαγοσωσ(τικός) -της (αναδρ. σχημ.)· λόγ. ναυαγοσώσ(της) -τρια]

ναυαγοσωστικός -ή -ό [navaγosostikós] Ε1 : 1.που έχει σχέση με τη διάσωση ναυαγών ή ναυαγίων: Nαυαγοσωστική επιχείρηση. Nαυαγοσωστι κή λέμβος, σωσίβια. Nαυαγοσωστικό πλοίο. Nαυαγοσωστικά μέσα. 2. (ως ουσ.) α. το ναυαγοσωστικό, σκάφος ειδικά κατασκευασμένο, για να βοηθάει πλοία που κινδυνεύουν. β. τα ναυαγοσωστικά, η αμοιβή που δίνεται στο ναυαγοσωστικό.

[λόγ. ναυαγ(ός) -ο- + σωστικός απόδ. γαλλ. bateau de sauvetage]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες