Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ναυαγιαιρεσία η [navajieresía] Ο25 : (ναυτ. δίκ.) η εργασία ανέλκυσης ναυαγισμένου πλοίου ή του φορτίου του.
[λόγ. ναυαγιαίρεσ(ις) μεταπλ. -ία < ναυάγι(ον) + αρχ. ρ. αἴρω `σηκώνω το πτώμα σκοτωμένου΄ με σφαλερό σχημ. ρηματ. ουσ. αντί ἄρσις ή με σφαλερή ταύτιση προς το ομόηχο (κατά τη σημερ. προφ.) αρχ. αἵρεσις `πάρσιμο, προτίμηση΄]