Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νατουραλιστής
1 εγγραφή
νατουραλιστής ο [naturalistís] Ο7 θηλ. νατουραλίστρια [naturalístria] Ο27 : αυτός που ακολουθεί την τεχνοτροπία του νατουραλισμού, οπαδός του νατουραλισμού, στο χώρο της λογοτεχνίας ή της τέχνης. || (ως επίθ.): Nατουραλιστές ζωγράφοι.

[λόγ. < γαλλ. naturaliste < natural(isme) = νατουραλ(ισμός) -iste = -ιστής· λόγ. νατουραλισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες