Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ναρκαλιεία
1 εγγραφή
ναρκαλιεία η [narkaliía] Ο25 : ανίχνευση, περισυλλογή και εξουδετέρωση των ναρκών ενός θαλάσσιου ναρκοπεδίου.

[λόγ. νάρκ(η) + αλιεία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες