Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νανοσωμία
1 εγγραφή
νανοσωμία η [nanosomía] Ο25 : ο νανισμός.

[λόγ. < γαλλ. nanosomie < nano- = νανο- 1 + αρχ. σῶμ(α) -ie = -ία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες