Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νήπιο το [nípio] Ο40 : α.παιδί ανάμεσα στη βρεφική και στη σχολική ηλικία, δηλαδή από δύο έως πέντε ετών περίπου. || παιδί που φοιτά σε νηπιαγωγείο. β. (πληθ.) βαθμίδα της προσχολικής εκπαίδευσης· (πρβ. προνήπια): Πηγαίνει στα νήπια. || (γενικότ.) το νηπιαγωγείο: Στα νήπια παίζουν όλη μέρα.
[λόγ. < αρχ. νήπιον]
- νηπιοβαπτισμός ο [nipiovaptizmós] Ο17 : (εκκλ.) το βάφτισμα σε βρεφι κή ή σε νηπιακή ηλικία.
[λόγ. νήπι(ον) -ο- + ελνστ. βαπτισμός `βάφτισμα΄]