Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νέφος το [néfos] Ο46 : 1α.(λόγ.) σύννεφο. β. σύννεφο που δημιουργείται από την ύπαρξη στην ατμόσφαιρα αυξημένης ποσότητας καπνού, διοξειδίου του αζώτου και μονοξειδίου του άνθρακα: Φωτοχημικό ~. ~ καπνού. Tο ~ έχει πνίξει την Aθήνα. || σύννεφοI2: ~ σκόνης. ~ ακρίδων. γ. ~ ηλεκτρονίων / ηλεκτρονικό ~, ο χώρος των αρνητικών φορτίων γύρω από την ηλεκτρονική λυχνία. 2. (μτφ., πληθ.) προμηνύματα κινδύνων· σύννεφαII1: Tις παραμονές του πολέμου τα νέφη είχαν πυκνώσει στον ορίζοντα.
[λόγ. < αρχ. νέφος (1β: σημδ. αγγλ. cloud)]
- νεφοσκεπής -ής -ές [nefoskepís] Ε10 : (λόγ.) συννεφιασμένος.
[λόγ. νέ φ(ος) -ο- + -σκεπής μτφρδ. γερμ. wolkenbedeckt]