Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νάνος
2 εγγραφές [1 - 2]
νάνος ο [nános] Ο18 : 1.ANT γίγαντας. α. άτομο που είναι πάρα πολύ κοντό και που οι αναλογίες του σώματός του συνήθ. δεν είναι κανονικές: Aυτός / αυτή είναι ~. β1. (μτφ.) άνθρωπος του οποίου οι ικανότητες είναι εντελώς ανεπαρκείς για το αξίωμα που κατέχει ή για το σκοπό που υπηρετεί: Οι νάνοι της πολιτικής / της μουσικής. β2. για κτ. που έχει πολύ μικρές διαστάσεις ή δυνατότητες σε σχέση με αυτό που θεωρείται κανονικό: Οι μονοκατοικίες φαίνονται (σαν) νάνοι δίπλα στα πολυώροφα κτίρια. Mια βιομηχανία ~, που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τους ανταγωνιστές της. 2. ζώο ή φυτό με πολύ μικρό ύψος, με κανονικές όμως αναλογίες. 3. (αστρον.) απλανής αστέρας που η λάμψη του είναι μικρή.

[1: αρχ. νᾶνος· 2, 3: λόγ. σημδ. γαλλ. nain, étoile naine & αγγλ. dwarf star]

νανοσωμία η [nanosomía] Ο25 : ο νανισμός.

[λόγ. < γαλλ. nanosomie < nano- = νανο- 1 + αρχ. σῶμ(α) -ie = -ία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες