Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μύστακας
1 εγγραφή
μύστακας ο [místakas] Ο5 : λόγ. 1. το μουστάκι. 2. (πληθ.) σημάδι της στίξης ({})· άγκιστρα.

[λόγ. < αρχ. (δωρ. διάλ.) μύσταξ, αιτ. -άκα (δες στο μουστάκι)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες