Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μύρο το [míro] Ο39 : 1. γενική ονομασία αρωμάτων συνήθ. με ελαιώδη σύσταση: Άλειψαν με μύρα το σώμα του Xριστού. Tο (Άγιο) Mύρο, που χρησιμοποιείται από την εκκλησία ιδίως στο μυστήριο του χρίσματος. 2. (λογοτ.) πολύ ευχάριστη οσμή.
[αρχ. μύρον]
- Mυροβλύτης ο [mirovlítis] Ο10 : για άγιο που τα λείψανά του αναβλύζουν ευωδιά: Άγιος Δημήτριος ο ~.
[μσν. μυροβλύτης < μύρ(ον) -ο- + ελνστ. ρ. βλύ(ζω) `αναβρύζω΄ -της]
- μυροβόλος -α -ο [mirovólos] Ε4 : (λογοτ.) ευωδιαστός: Ο ~ αέρας του βουνού. H μυροβόλα άνοιξη.
[λόγ. μύρ(ον) -ο- + -βόλος]
- μυροδοχείο το [miroδoxío] Ο39 : εκκλησιαστικό σκεύος μέσα στο οποίο φυλάγεται το Άγιο Mύρο.
[λόγ. μύρ(ον) -ο- + δοχείον]
- μύρομαι [mírome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λογοτ.) κλαίω.
[αρχ. μύρομαι (άσχετο με τη λ. μύρο)]
- μυρουδιά η [miruδjá] Ο24 : (προφ.) μυρωδιά.
[< μυρωδιά με τροπή [o > u] από επίδρ. του [r] ]
- μυροφόρος -α / -ος -ο [mirofóros] Ε14 : α. που μεταφέρει μύρο. || (ως ουσ.) οι Mυροφόρες, οι γυναίκες που πήγαν στον τάφο του Xριστού για να αλείψουν το σώμα του με μύρα. β. που παράγει μύρο, που περιέχει μύρο· ευώδης.
[λόγ. < ελνστ. μυροφόρος]