Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μύξα
1 εγγραφή
μύξα η [míksa] Ο25α : (οικ.) 1α. γλοιώδης ουσία που βγαίνει από τη μύτη· (πρβ. βλέννα): Tρέχουν μύξες από τη μύτη του. Έβγαλε το μαντίλι του για να σκουπίσει τις μύξες. ΦΡ μύξες και σάλια, ανοησίες. β. για άλλες βλεννώδεις ουσίες και ιδίως εκείνη που βγάζουν οι μπάμιες. 2. μειωτικός χαρακτηρισμός για πρόσωπο: Mιλάει τώρα κι αυτή η ~!

[αρχ. μύξα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες