Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μόχθος
1 εγγραφή
μόχθος ο [móxθos] Ο18 : πολύ μεγάλη κούραση: Mηχανές που μειώνουν τον ανθρώπινο μόχθο. α. πολύ σκληρή εργασία, σωματική ή πνευματική: Tο βιβλίο αυτό είναι καρπός ερευνητικού μόχθου πολλών ετών. Οι άνθρωποι του καθημερινού μόχθου, που εργάζονται κάθε μέρα συνήθ. σκληρά. (έκφρ.) με κόπο και μόχθο, για έμφαση. β. το αποτέλεσμα, το δημιούργημα σκληρής εργασίας, σωματικής ή πνευματικής: Έμποροι και μεσάζοντες που εκμεταλλεύονται το μόχθο του αγρότη.

[λόγ. < αρχ. μόχθος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες