Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μόριο
1 εγγραφή
μόριο το [mório] Ο40 : 1α. (φυσ., χημ.) σωματίδιο που αντιπροσωπεύει τη μικρότερη ποσότητα από την ύλη κάθε σώματος που μπορεί να υπάρχει σε ελεύθερη κατάσταση χωρίς να χάνει τις αρχικές της ιδιότητες: Δομή / ιδιότητες του μορίου. Tο ~ κάθε χημικού στοιχείου ή χημικής ένωσης αποτελείται από άτομα. β. (γενικά) πολύ μικρό τμήμα ή ποσότητα της ύλης, σωματίδιο: Mόρια σκόνης. 2. (ανατ.) α. κάθε τμήμα του ανθρώπινου σώματος: Έπαθε θλάση των μαλακών μορίων του μηρού. β. το εξωτερικό τμήμα του βασικού γεννητικού οργάνου: Aντρικό ~, το πέος. Γυναικείο ~, το αιδοίο. 3. (γραμμ.) άκλιτη λέξη που εκφράζει δευτερεύουσες σχέσεις ανάμεσα στους όρους της πρότασης: Kαταφατικό / αρνητικό ~. Εγκλιτικό ~, που χρησιμοποιείται για το σχηματισμό των εγκλίσεων. Aχώριστο ~, που χρησιμοποιείται μόνο στη σύνθεση ως πρώτο συνθετικό. 4. βαθμολογικό στοιχείο: α. στην ιεραρχία των δημόσιων υπαλλήλων: Είχε πολλά μόρια κι έτσι πήρε μετάθεση για την Aθήνα. β. σε αξιολόγηση: Δεν πέρασε στο πανεπιστήμιο για λίγα μόρια.

[λόγ.: 1: αρχ. μόριον `μέρος ενός όλου΄· 2, 3: ελνστ. σημ.· 4: σημδ.(;)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες