Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μόνωση
1 εγγραφή
μόνωση η [mónosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μονώνω: ~ ενός ηλεκτρικού αγωγού. H ταράτσα μπάζει νερά, γιατί δεν έχει ~. Kάνω ~ ενός κτιρίου για τη ζέστη / το κρύο / το θόρυβο. Tο σπίτι είναι πολύ κρύο, γιατί δεν έχει καλή ~.

[λόγ. < αρχ. μόνω(σις) `απομόνωση΄ -ση σημδ. γαλλ. isolation, isolement]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες