Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μόνιτορ
1 εγγραφή
μόνιτορ το [mónitor] Ο (άκλ.) : 1. συσκευή κλειστού κυκλώματος τηλεοράσεως για τον έλεγχο των τηλεοπτικών εκπομπών. 2. (πληροφ.) οθόνη ηλεκτρονικού υπολογιστή.

[λόγ. < αγγλ. monitor]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες