Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μόνιππο το [mónipo] Ο41 : επιβατική άμαξα με δύο τροχούς, που τη σέρνει ένα μόνο άλογο.
[λόγ. μόν(ος) + ίππ(ος) -ον μτφρδ. γαλλ. à un cheval ή αγγλ. one-horse (διαφ. το αρχ. μόνιππος `άλογο χωρίς ταίρι΄ δηλ. ιππασίας)]