Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μόνιμος -η -ο [mónimos] Ε5 : ANT προσωρινός. α. που δεν αλλάζει, αλλά πάντοτε βρίσκεται στην ίδια κατάσταση· αμετάβλητος: Tίποτα δεν είναι μόνιμο στη φύση και στην κοινωνία· όλα εξελίσσονται. (λόγ. έκφρ.) ουδέν μονιμότερον του προσωρινού*. β. που υπάρχει, διαρκεί ή έχει αυτή την ιδιότητα χωρίς χρονικές διακοπές· συνεχής, διαρκής: Mόνιμη κατοικία / διαμονή. Οι λαοί αγωνίζονται για μόνιμη ειρήνη. γ. που ασκεί ένα έργο χωρίς χρονικό περιορισμό. ANT έκτακτος: ~ δημόσιος υπάλληλος. Tο μόνιμο προσωπικό μιας οικονομικής επιχείρησης. || (ως ουσ.) ο μόνιμος.
μόνιμα & μονίμως ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. μόνιμος `που μένει στη θέση του, σταθερός΄, σημδ.: α, β: γαλλ. permanent· γ: αγγλ. permanent· λόγ. < αρχ. μονίμως]