Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μόλο [mólo] σύνδ. αντιθ. : (προφ.) σε υποτακτική σύνδεση· πάντα μαζί με το που εισάγει δευτερεύουσες εναντιωματικές προτάσεις· παρόλο που, αν και: Zητούσαν να τους πει την ιστορία του, ~ που την είχαν ακούσει πολλές φορές.
[< φρ. μ΄ όλο που]
- μολογώ [moloγó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : (λαϊκότρ.) 1. λέω, διηγούμαι κτ. ΠAΡ Kουκιά* τρως, κουκιά μολογάς. 2. ομολογώ.
[μσν. μολογώ < ελνστ. ὁμολογῶ `εξομολογούμαι τις αμαρτίες μου΄, αρχ. σημ. `συμφωνώ, λέω τα ίδια πράγματα΄]
- μολονότι [molonóti] σύνδ. αντιθ. : ΣYN αν και. 1. σε υποτακτική σύνδεση, εισάγει κυρίως δευτερεύουσες εναντιωματικές προτάσεις που εκφράζουν εναντίωση, ισχυρή αντίθεση προς μια πρόταση ή και έννοια που ο ομιλητής τη θεωρεί πραγματικό γεγονός· παρόλο που, αν και: ~ προσπάθησε, τίποτε δεν κατάφερε. Άκουγε κάθε λέξη τους προσεκτικά, ~ δεν τους καταλάβαινε. Tώρα, ~ μετάνιωσε, τίποτε δεν μπορεί να αλλάξει. Ήταν ακόμη όμορφη, ~ αρκετά γερασμένη. 2. κάποτε σε παρατακτική σύνδεση, ύστερα από τελεία ή άνω τελεία, εισάγει έντονη αντίθεση προς τα προηγούμενα: Λυπήθηκε πολύ· ~ κατά βάθος καταλάβαινε ότι δεν έπρεπε να την πειράξει. Πρέπει να πας. ~ πια είναι πολύ αργά.
[λόγ. < φρ. με όλον ότι με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
- μολοντούτο [molondúto] σύνδ. αντιθ. : (σπάν.) μολαταύτα.
[φρ. μ΄ όλον τούτο]
- μόλος ο [mólos] Ο18 : στενόμακρη κατασκευή από πέτρες, τσιμέντο κτλ. που χρησιμοποιείται για το δέσιμο και το φόρτωμα των πλοίων καθώς και για την προστασία του λιμανιού· (πρβ. προκυμαία, προβλήτα): Kαράβι πλευρισμένο στο μόλο. Στάθηκε αναποφάσιστος στο μόλο πριν μπει στη βάρκα. || (επέκτ.) ο γύρω χώρος.
[μσν. μόλος < ελνστ. μῶλος < λατ. moles `ανάχωμα για προστασία λιμανιού΄ ή μέσω του ιταλ. molo -ς]
- μολοσσός 1 ο [molosós] Ο17 : είδος μεγαλόσωμου τσοπανόσκυλου.
[λόγ. < αρχ. (κύων) Μολοσσός (όν. λαού)]
- μολοσσός 2 ο : (μετρ.) είδος αρχαίου ελληνικού μέτρου.
[λόγ. < ελνστ. μολοσσός]
- μολότοφ η [molótof] Ο (άκλ.) : αυτοσχέδια βόμβα που αποτελείται από μπουκάλι με εύφλεκτο υγρό και εκσφενδονίζεται με το χέρι: Οι διαδηλωτές άρχισαν να πετούν πέτρες και ~. || (ως επίθ.): Bόμβα / κοκτέιλ ~: Οι διαδηλωτές άρχισαν να πετούν πέτρες και βόμβες ~.
[αγγλ. molotov (cocktail) < ρωσ. ανθρωπων. Molotov (Σοβιετικός πολιτικός)]
- μολόχα η [molóxa] Ο25α : 1. ποώδες φυτό με άνθη συνήθ. ροζ ή ανοιχτού μοβ χρώματος, που το αφέψημά τους έχει ηρεμιστικές ιδιότητες: Άγριες μολόχες. || το άνθος της μολόχας. 2. το γεράνι.
[μσν. μολόχα < αρχ. μολόχ(η) μεταπλ. -α]