Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μόδιο
1 εγγραφή
μόδιο το [móδio] Ο40 : μέτρο χωρητικότητας που το χρησιμοποιούσαν για τη μέτρηση ξηρών καρπών και ιδίως σιτηρών.

[λόγ. < μσν. μόδιον < ελνστ. ὁ μόδιος (μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.) < λατ. modius]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες