Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μωσαϊκό το [mosaikó] Ο38 : 1α. επίστρωση μιας επιφάνειας, ιδίως δαπέδου, με ψηφίδες και τσιμέντο: Mηχάνημα που γυαλίζει τα μωσαϊκά. || (ως επίθ.): ~ δάπεδο, κατασκευασμένο με μωσαϊκό. β. το ψηφιδωτό. 2. (μτφ.) ως χαρακτηρισμός για σύνολο ανομοιογενών στοιχείων: Οι Iνδίες, ένα ~ γλωσσών και θρησκειών.
[λόγ. < ιταλ. mosa(ico) & γαλλ. mosa(ique) -ικόν, ουδ. του -ικός < μσνλατ. musaicum < υστλατ. ουδ. musicum (στη νέα σημ.) < επίθ. musicus `καλλιτεχνικός, των Μουσών΄ < λατ. Mus(a) -icus < αρχ. Μοῦσα]
- μωσαϊκός -ή -ό [mosaikós] Ε1 : που έχει σχέση με το Mωυσή: Ο ~ νόμος, στον οποίο στηρίζεται η θρησκεία των Εβραίων.
[λόγ. < ελνστ. μωσαϊκός < Μωσαϊκός `που αναφέρεται στο Μωυσή΄ < Μωσῆς, Μωυσῆς < εβρ. Mósheh]