Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μωρουδίστικος -η -ο [moruδístikos] Ε5 : που ταιριάζει σε μωρό ή γενικά σε μικρό παιδί: Mωρουδίστικο ντύσιμο / χτένισμα / φέρσιμο.
μωρουδίστικα ΕΠIΡΡ: Nτύνεται ακόμα ~. [μωρούδ(ι < μωρ(ό) -ούδι) -ίστικος]