Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μωρουδίστικος
1 εγγραφή
μωρουδίστικος -η -ο [moruδístikos] Ε5 : που ταιριάζει σε μωρό ή γενικά σε μικρό παιδί: Mωρουδίστικο ντύσιμο / χτένισμα / φέρσιμο. μωρουδίστικα ΕΠIΡΡ: Nτύνεται ακόμα ~.

[μωρούδ(ι < μωρ(ό) -ούδι) -ίστικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες