Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μωρό το [moró] Ο38 : 1. νεογέννητο παιδί μέχρι ηλικίας δύο ετών περίπου· βρέφος: Tο ~ κοιμάται στην κούνια του. Είναι ήσυχο το ~ σου; Δεν μπόρεσαν να βγουν γιατί δεν είχαν πού να αφήσουν το ~. Nάνι νάνι το ~ μου, ως νανούρισμα. Είναι ακόμα ~ παιδί, είναι πολύ μικρό. 2α. για πρόσωπο που γενικά συμπεριφέρεται όπως τα μωρά: Mην είσαι / μη γίνεσαι ~. ~ είσαι και δεν καταλαβαίνεις; β. ιδίως ως οικεία προσφώνηση για πολύ αγαπημένο πρόσωπο: Έλα, ~ μου, να σε πάρω στην αγκαλιά μου.
μωράκι το YΠΟKΟΡ. μωρουδάκι το YΠΟKΟΡ. (σπάν.) μωρουδέλι το YΠΟKΟΡ. [μσν. μωρόν, ουσιαστικοπ. ουδ. αρχ. επιθ. μωρός· μωρ(ό) -ουδάκι· μωρ(ό) -ουδέλι]
- μωρολογία η [morolojía] Ο25 : (λόγ.) ανόητα λόγια.
[λόγ. < αρχ. μωρολογία]
- μωρόπιστος -η -ο [morópistos] Ε5 : (για πρόσ.) που χαρακτηρίζεται από αφέλεια και ευπιστία: ~ άνθρωπος.
[λόγ. μωρ(ός) -ο- + πίστ(ις) -ος]
- μωρός -ή / -ά -ό [morós] Ε1, Ε2 : (λόγ.) ανόητος: ~ άνθρωπος, βλάκας. ΦΡ μωρά παρθένος*.
[λόγ. < αρχ. μωρός]
- μωρουδιακός -ή -ό [moruδjakós] Ε1 : που αναφέρεται σε μωρό. || (ως ουσ.) τα μωρουδιακά, τα ρούχα του μωρού.
[μωρούδ(ι < μωρ(ό) -ούδι) -ιακός]
- μωρουδίζω [moruδízo] Ρ2.1α : συμπεριφέρομαι σαν μωρό: Έγινε ολόκληρος άντρας και ακόμα μωρουδίζει.
[μωρούδ(ι < μωρ(ό) -ούδι) -ίζω]
- μωρουδίστικος -η -ο [moruδístikos] Ε5 : που ταιριάζει σε μωρό ή γενικά σε μικρό παιδί: Mωρουδίστικο ντύσιμο / χτένισμα / φέρσιμο.
μωρουδίστικα ΕΠIΡΡ: Nτύνεται ακόμα ~. [μωρούδ(ι < μωρ(ό) -ούδι) -ίστικος]
- μωροφιλοδοξία η [morofiloδoksía] Ο25 : η ιδιότητα του μωροφιλόδοξου ανθρώπου καθώς και η σχετική πράξη.
[λόγ. μωροφιλόδοξ(ος) -ία]
- μωροφιλόδοξος -η -ο [morofilóδoksos] Ε5 : (για πρόσ.) που έχει ανόητες φιλοδοξίες.
[λόγ. μωρ(ός) -ο- + φιλόδοξος]