Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μυστήριος -α -ο [mistírios] Ε6 : μυστηριώδης: Mυστήριο πράμα!, για απορία ή έκπληξη. ~ άνθρωπος / τύπος, που η συμπεριφορά του είναι παράξενη ή ανεξήγητη. || (ως ουσ.): Kάθε βράδυ περνά ένας ~ από την περιοχή.
[λόγ. μυστήρι(ον)Ι2β -ος]