Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μυθογράφος
1 εγγραφή
μυθογράφος ο [miθoγráfos] Ο18 : αυτός που συγγράφει, που μελετάει, καταγράφει ή που συλλέγει μύθους.

[λόγ. < ελνστ. μυθογράφος `συγγραφέας μύθων΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες