Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μυζητήρας
1 εγγραφή
μυζητήρας ο [mizitíras] Ο2 : (ζωολ.) όργανο ζώων, ιδίως παρασίτων, με το οποίο αυτά απομυζούν την τροφή τους ή προσκολλώνται κάπου.

[λόγ. < ελνστ. μυζη- (μυζῶ) `θηλάζω΄ (πρβ. απομυζώ) -τήρ > -τήρας μτφρδ. γαλλ. suceur]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες