Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μυζήθρα
1 εγγραφή
μυζήθρα η [mizíθra] & μυτζήθρα η [midzíθra] Ο25 : είδος μαλακού τυριού που γίνεται κυρίως από τυρόγαλο: Φρέσκη / μαλακή ~. Aνάλατη ~. Σκληρή και αρμυρή ~ για τα μακαρόνια.

[μσν. μυζήθρα < *ζυμήθρα με αντιμετάθ. των δύο πρώτων συμφ. < ζύμ(η) -ήθρα· [z > dz] για ισχυροπ. της άρθρ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες