Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μυδράλιο
2 εγγραφές [1 - 2]
μυδράλιο το [miδrálio] Ο41 : το μυδραλιοβόλο.

[λόγ. < γαλλ. mitraill(e) `θραύσματα μετάλλου στις παλιές οβίδες΄ -ιον παρετυμ. μύδρος]

μυδραλιοβόλο το [miδraliovólo] Ο39 : είδος βαριού πολυβόλου.

[λόγ. μυδράλι(ον) -ο- + -βόλον, ουδ. του -βόλος απόδ. γαλλ. mitrailleuse]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες