Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπόρεση
1 εγγραφή
μπόρεση η [bóresi] Ο32α : (λογοτ.) η δύναμη ή η δυνατότητα κάποιου.

[μπορε- (μπορώ) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες