Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπόμπα 1 η [bomba] Ο25α : 1. (λαϊκότρ.) η βόμβα. 2. (μτφ., προφ.) α. για κτ. συνήθ. στρογγυλό, πολύ μεγαλύτερο από το συνηθισμένο: Mπόμπες είναι τα μήλα. β. για κτ. που είναι πολύ καλά φτιαγμένο ή σε πολύ καλή κατάσταση: ~ έγινε το αυτοκίνητο. Mετά το σέρβις έγινε ~ το μηχανάκι. 3. (προφ.) κακής ποιότητας ή νοθευμένο αλκοολούχο ποτό: Ήπιαμε κάτι μπόμπες χτες βράδυ και ξύπνησα με πονοκέφαλο.
[ιταλ. bomba (ηχομιμ.)]
- μπόμπα 2 η : (προφ.) μεγάλο βαρέλι συνήθ. κοντόχοντρο ή άλλο δοχείο αντίστοιχου μεγέθους, που χρησιμοποιείται για αποθήκευση ιδίως υγρών ή αερίων: Mία ~ με κρασί / με υγραέριο.
[< μπόμπα 1]
- μπομπάρδα η [bombárδa] Ο25α : 1α. είδος παλαιού κανονιού που εκτόξευε μεγάλα βλήματα, συνήθ. πέτρινα. β. είδος παλαιού πολεμικού ιστιοφόρου. 2. είδος μουσικού οργάνου.
[μσν. μπομπάρδα < ιταλ. bombarda]