Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπροστάρης ο [brostáris] Ο11 θηλ. μπροστάρισσα [brostárisa] Ο27 : (λογοτ.) 1. αυτός που προπορεύεται από ένα σύνολο, ιδίως ανθρώπων, και το οδηγεί: ~ στο χορό. || (για ζώο) κριάρι ή τράγος που οδηγεί το κοπάδι· γκεσέμι. 2. (μτφ.) ηγέτης ή πρωτοπόρος σε ομαδική ενέργεια, αγώνα κτλ.: H νεολαία να γίνει ~ στους κοινωνικούς αγώνες.
[μσν. μπροστάρης < μπροστ(ά) -άρης· μπροστάρ(ης) -ισσα]