Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπιρσίμι το [birsími] & μπρισίμι το [brisími] Ο44 : (παρωχ.) μεταξωτή κλωστή.
[τουρκ. ibrişim -ι με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και μετάθ. του [r] ]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[τουρκ. ibrişim -ι με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και μετάθ. του [r] ]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |