Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπρισίμι
1 εγγραφή
μπιρσίμι το [birsími] & μπρισίμι το [brisími] Ο44 : (παρωχ.) μεταξωτή κλωστή.

[τουρκ. ibrişim με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και μετάθ. του [r] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες