Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπριζόλα
1 εγγραφή
μπριζόλα η [brizóla] Ο25 : λεπτή φέτα κρέατος που αντιστοιχεί στο κόκαλο ενός πλευρού και τρώγεται ιδίως ψητή: Mοσχαρίσια / χοιρινή ~. Θα παραγγείλω μια ~ με πατάτες. μπριζολίτσα η YΠΟKΟΡ. μπριζολά κι το YΠΟKΟΡ μικρή μπριζόλα ιδίως αρνίσια ή κατσικίσια.

[ιταλ. (διαλεκτ.) *brisola (πρβ. βεν. brisiola (προφ. [sio] ) & γερμ. (διαλεκτ.) Brisole < ιταλ. *brisola)· μπριζόλ(α) -ίτσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες