Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπριγιόλ
1 εγγραφή
μπριγιόλ το [brijól] Ο (άκλ.) : είδος υγρής μπριγιαντίνης.

[λόγ. ίσως < γαλλ. brillole (σήμα κατατ;)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες