Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπριγιαντίνη
1 εγγραφή
μπριγιαντίνη η [brijantíni] Ο30α : αρωματική ουσία, λιπαρή ή ελαιώδης, που την έβαζαν στα μαλλιά για να γυαλίζουν και να στρώνουν.

[λόγ. < γαλλ. brillantin(e) ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες