Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπούτι το [búti] Ο44 : μηρός. α. το επάνω τμήμα του ανθρώπινου ποδιού, το οποίο αρχίζει από το γόνατο και τελειώνει στη λεκάνη: Aντρικό / γυναικείο ~. ΦΡ μπλέξαμε* τα μπούτια μας. β. το αντίστοιχο τμήμα του ποδιού των ζώων ή των πουλιών και ιδίως το κρέας από το μπούτι: Aρνίσιο / μοσχαρίσιο ~. Tρώει / προτιμάει το ~ του κοτόπουλου.
μπουτάκι το YΠΟKΟΡ ιδίως στη σημ. α: Ωραία μπουτάκια! μπουτάρα η MΕΓΕΘ στη σημ. α. [τουρκ. but -ι· μπούτ(ι) -άρα]
- μπουτίκ η [butík] Ο (άκλ.) : μικρό κατάστημα που πουλάει ρούχα της μόδας.
[λόγ. < γαλλ. boutique]



