Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπουρζουαζία
1 εγγραφή
μπουρζουαζία η [burzuazía] Ο25 : (μειωτ.) η αστική τάξη, συνήθ. η ανώτερη.

[λόγ. < γαλλ. bourgeois(ie) (όχι μειωτ.) -ία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες