Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπουρδουκλώνω
1 εγγραφή
μπουρδουκλώνω [burδuklóno] -ομαι & μπερδουκλώνω [berδuklóno] -ομαι Ρ1 : 1α. κάνω κτ. πιο δύσκολο, δυσνόητο ή σύνθετο· μπερδεύω: Πες τα καθαρά και μην τα μπουρδουκλώνεις. β. προκαλώ σύγχυση στις σκέψεις κάποιου· μπερδεύω: Mε μπουρδούκλωσες έτσι ανακατεμένα που τα είπες. Mπουρδουκλώθηκε και δεν ήξερε τι να πει. 2. πεδικλώνω2.

[συμφυρ. μπερδ(εύω) + (πεδ)ουκλώνω και υποχωρ. αφομ. [e-u > u-u] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες