Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπουρδουκλώνω [burδuklóno] -ομαι & μπερδουκλώνω [berδuklóno] -ομαι Ρ1 : 1α. κάνω κτ. πιο δύσκολο, δυσνόητο ή σύνθετο· μπερδεύω4γ: Πες τα καθαρά και μην τα μπουρδουκλώνεις. β. προκαλώ σύγχυση στις σκέψεις κάποιου· μπερδεύω4β: Mε μπουρδούκλωσες έτσι ανακατεμένα που τα είπες. Mπουρδουκλώθηκε και δεν ήξερε τι να πει. 2. πεδικλώνω2.
[συμφυρ. μπερδ(εύω) + (πεδ)ουκλώνω και υποχωρ. αφομ. [e-u > u-u] ]