Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπουμπούκι
3 εγγραφές [1 - 3]
μπουμπούκι το [bubúki] Ο44 : 1α. άνθος που δεν έχει ανοίξει ακόμα: Tριανταφυλλιά γεμάτη μπουμπούκια και τριαντάφυλλα. β. βλαστός φυτού που δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί. 2. (μτφ.) α. για όμορφο κορίτσι που ακόμα δεν έχει ολοκληρωθεί η σωματική του ανάπτυξη. || (ως προσφών.): Έλα ~ μου να σε πάρω στην αγκαλιά μου. || (σκωπτ.): Mε γνώρισες ένα ~ και με μάρανες! β. (ειρ.) για πρόσωπο πονηρό, ανήθικο· λουλούδι: Είναι ένα ~ αυτός ο ανεψιός μου! μπουμπουκάκι το YΠΟKΟΡ.

[ίσως αρχ. βομβύκιον (βόμβυξ) (προφ. [bomb] ) `κουκούλι μεταξοσκώληκα΄ με τροπή των φων. σε [u] από επίδρ. των χειλ. [mb] ]

μπουμπουκιάζω [bubukázo] Ρ2.1α μππ. μπουμπουκιασμένος : (για φυ τό) βγάζω μπουμπούκια.

[μπουμπούκ(ι) -ιάζω]

μπουμπούκιασμα το [bubúkazma] Ο49 : (για φυτό) το αποτέλεσμα του μπουμπουκιάζω.

[μπουμπουκιασ- (μπουμπουκιάζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες