Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπουκώνω
1 εγγραφή
μπουκώνω [bukóno] -ομαι Ρ1 : 1α. γεμίζω με υπερβολική ποσότητα στερεής τροφής το στόμα κάποιου: Mην το μπουκώνεις άλλο το παιδί, γιατί θα πνιγεί. Mη μιλάς μπουκωμένος. β. τρώω πολύ και χορταίνω εντελώς: Mπούκωσα με τα πολλά γλυκά που έφαγα. Είμαι μπουκωμένος πια· δεν μπορώ να φάω άλλο. 2. (για μηχάνημα ή εργαλείο) παύω να λειτουργώ κανονικά, ιδίως λόγω κακής ή υπερβολικής χρήσης: Mπουκώνει η σόμπα / τα μπουριά, από καπνό. Mπουκώνει ο κινητήρας, από υπερβολική παροχή καύσιμης ύλης. || Tο μπούκωσες το αυτοκίνητο και δεν μπορεί να πάρει μπρος. 3. (μππ.) για κπ. που έχει συνάχι και γι΄ αυτό έχει φράξει η μύτη του: Σε ακούω μπουκωμένο· κάπου θα κρύωσες. Mπουκωμένη μύτη, βουλωμένη από συνάχι.

[μσν. εμπουκώνω < εμ- (δες εν-) βούκ(α) -ώνω με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες