Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπουκαμβίλια
1 εγγραφή
μπουκαμβίλια η [bukamvíla] Ο25α : αναρριχητικό φυτό που χρησιμοποιείται ως καλλωπιστικό.

[ιταλ. buganvillea (προφ. [mv] ) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. και ανομ. ηχηρ. [b-g > b-k] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες