Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπουκαδούρα η [bukaδúra] Ο25α : (ναυτ.) άνεμος που φυσάει από το στόμιο κόλπου ή λιμανιού.
[βεν. sbocadura `εκβολή ποταμού, στόμιο καναλιού΄ με αποβ. του αρχικού [z] από συμπροφ. με το άρθρο στη γεν. εν. και στην αιτ. πληθ. [tis-zb > tizb > tiz-b] ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] )]