Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπουκάλι
1 εγγραφή
μπουκάλι το [bukáli] Ο44 : δοχείο, συνήθ. γυάλινο και κυλινδρικό, που έχει στενό λαιμό και χρησιμοποιείται για τοποθέτηση υγρών: Γυάλινο / πλαστικό ~. Στόμιο / λαιμός / πάτος του μπουκαλιού. Ένα ~ γάλα / κρασί / μπίρα. ~ ενός / μισού λίτρου. μπουκαλάκι το YΠΟKΟΡ: Ένα ~ άρωμα. μπουκάλα η MΕΓΕΘ 1. μεγάλο μπουκάλι: Mια ~ τριών λίτρων. Πόδια σαν μπουκάλες, με μονοκόμματες γάμπες. || (προφ.) ~ με υγραέριο, φιάλη. ΦΡ αφήνω ~ κπ., τον εγκαταλείπω χωρίς να πραγματοποιήσω ό,τι του υποσχέθηκα. μένω ~, εγκαταλείπομαι χωρίς να πραγματοποιηθούν όσα μου υποσχέθηκαν ή δεν πραγματοποιείται κάποια επιθυμία μου, προσδοκία μου κτλ. 2. είδος παιχνιδιού.

[αντδ. < βεν. bocal ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] ) < υστλατ. baucalis < ελνστ. βαύκαλις `δοχείο για κρύωμα του κρασιού΄ (αιγυπτ. προέλ.)· μπουκάλ(ι) μεγεθ. ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες