Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπουγαρινιά
1 εγγραφή
μπουγαρινιά η [buγariná] Ο24 : αναρριχητικό καλλωπιστικό φυτό με άσπρα ευωδιαστά άνθη.

[μπουγαρίν(ι) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες